καβαθα

καβαθα
καβαθα, ἡ, αμφίβ. τονισμού, και ουδ. πληθ. καβάθα, τὰ (Α)
(αμφβλ. τονισμού) πήλινο πιάτο, γαβάθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού γαβαθόν. Για ετυμολ. βλ. λ. γαβάθα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γαβάθα — και γκαβάτα, καβάτα, καβάθα, γαβάτα, η (Μ γαβάθα) ξύλινο ή πήλινο πιάτο, λεκάνη ή κούπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαβάθα < μσν. γαβάθα < λατ. gabatha «γαβάθα, τσανάκα». Και το λατ. gabatha και το αρχ. γαβαθόν είναι δάνεια ανατολικής προελεύσεως (πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”